- λιβάς
- (I)λιβάς, -άδος, ἡ (ΑM)λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», Στράβ.)αρχ.1. καθετί που στάζει, σταλαγμός υγρού, ιδίως νερού2. είδος στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από αγγείο που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό την επίδραση τής θερμότητας3. στον πληθ. αἱ λιβάδεςα) ρυάκια (α. «λιβάσιν ὑδρηλαῑς παρθένου πηγῆς», Αισχύλ.β. «πολλαὶ δακρύων λιβάδες», Ευρ.)β) έλη, στάσιμα νερά4. φρ. «λιβάς νυμφαία» — καθαρό πηγαίο νερό, (Αντιφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» + κατάλ. -άς].————————(II)λιβάς, -άδος, ὁ (Μ)λιβάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. λιβάς (ἡ), με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.